- αποδελτιώνω
- [-ώ (ο)] μετ. выписывать на карточки (для каталога, картотеки и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδελτιώνω — αποδελτιώνω, αποδελτίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδελτιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, γράφω σε μικρά δελτία κάθε σχετικό με ορισμένο θέμα, για να το χρησιμοποιήσω αργότερα: Άρχισα να αποδελτιώνω ορισμένα βιβλία σχετικά με το θέμα που θα πραγματευτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδελτιώνω — [δελτίο] κάνω αποδελτίωση … Dictionary of Greek
δελτιώ — και δελτιώνω [δελτίο (ν)] αποδελτιώνω … Dictionary of Greek